Θα επιχειρήσω εδώ μία σκιαγραφία της φιλοσοφίας που διέπει το εγχείρημα για διάσωση και ανάδειξη των παλαιών διόδων επικοινωνίας στα νησιά του κυκλαδικού χώρου, σαν συμπύκνωση και αποκρυστάλλωση μιας πολυετούς, βαθειάς βιωματικής σχέσης. Η προσωπική αυτή επιλογή και σχέση υπήρξε καθοριστική, τόσο στη σύλληψη όσο και στην πρακτική του εγχειρήματος. Με την πεποίθηση ότι οι Κυκλάδες αποτελούν στο σύνολό τους, ακόμα και σήμερα, προνομιακό πεδίο έκφρασης αυτής της θεώρησης, θα προσπαθήσω κατ’ αρχήν να αποδώσω τις έννοιες του τ ο π ί ο υ και της δ ι α μ ο ν ή ς, με τον πολυδιάστατο χαρακτήρα που τους δίνει μια ποιητική και στοχαστική διείσδυση στους μικροκόσμους του Αρχιπελάγους.
Εγκαταλείποντας τη “θαυμαστική” θεώρηση του τοπίου, που ο κυκλαδικός χώρος από τη φύση του προκρίνει, ο κλασικός ταξιδιώτης-τουρίστας παραχωρεί τη θέση του στον περιηγητή-διανοητή. Ο δεύτερος δεν παρατηρεί, δεν γνωρίζει απλά νέους τόπους, ξεφεύγει από τη συνήθη ταξιδιωτική εμπειρία. Ερμηνεύει και βιώνει την εμπειρία του ποιητικά κι αισθητικά, βυθιζόμενος στη μαγεία του τοπίου, στη μυστική, αθέατη πλευρά του.
Το καταστάλαγμα αυτής της διεργασίας είναι μια σχέση στοργής και αγάπης απέναντι στον τόπο, η ερωτική του προσέγγιση, αντί της εκ των άνω ή από απόσταση θεώρησης που οδηγεί σε αντιλήψεις κυριαρχίας και εν τέλει επιβολής πάνω στον τόπο.
Οι Κυκλάδες ανήκουν στην κατηγορία εκείνη τόπων που - σε παγκόσμιο επίπεδο - συγκροτούν, κάθε νησί χωριστά αλλά και στο σύνολό τους, ένα ιστορικά “φορτισμένο” τοπίο. Τοπίο που προκαλεί για τη φιλοσοφική αναζήτηση της ύπαρξης και της αλήθειας των πραγμάτων. Τοπίο όπου ο άνθρωπος, μέχρι και την εκπνοή του προηγούμενου αιώνα, λειτουργώντας σε μικροκλίμακα κοινότητας, είχε επίγνωση και αποδοχή του πεπερασμένου της ύπαρξής του στα όρια της φύσης και της κοινότητας. Τοπίο που και σήμερα ακόμα, επιτρέπει την ανίχνευση και την ευλαβή προσέγγιση καταστάσεων και θέσεων, όπου νωπά παραμένουν τα ίχνη της παρουσίας των μόλις “διαφυγόντων” θεών.
Ο περιηγητής-διανοητής θα περάσει αθόρυβα από το πεδίο της επίσκεψης στο πεδίο της διαμονής. Διαμονής που σημαίνει παραμονή πλάϊ σ’ ό,τι εκπέμπει και προσφέρει αλήθεια, διείσδυση στην κρυπτή πλευρά της φύσης. Αυτήν που οι ασκεπείς, “φωτεινές” Κυκλάδες καλύπτουν διακριτικά και αποκαλύπτουν επιλεκτικά.
Ο περιοδικός χαρακτήρας αυτής της διαμονής δεν αναιρεί, αντίθετα εμπεριέχει και ενισχύει τη σταθερή σχέση με τον τόπο. Δημιουργεί στον διαμένοντα την αίσθηση νέας πατρίδας - εν προκειμένω νέων πατρίδων που εναλλάσσονται συνεχώς - προσφέροντάς του την εμπειρία πολλών οικείων τόπων, οριοθετημένων γεωγραφικά στον τύπο του νησιού και κοινωνικά στον τύπο του μικροκόσμου. Η διαμονή αυτή είναι που σήμερα απομακρύνεται ως εμπειρία και ως προοπτική, καθώς διακυβεύεται και τελικά συνθλίβεται κάτω απ’ το βάρος της άμετρης ανάπτυξης του τεχνικού πολιτισμού. Ενός πολιτισμού που με πρωτοφανή ωμότητα και με όπλο τον άκρατο και άκριτο ορθολογισμό, οδεύει προς την ολοκληρωτική κυριαρχία του πάνω στη φύση. Οι Κυκλάδες υφίστανται ήδη τις αλλεπάλληλες επιπτώσεις.
Εν τούτοις ο διαμένων στους κυκλαδικούς τόπους διατηρεί τις εναλλακτικές επιλογές και διεξόδους του. Τα νησιά, ακόμη και τα πιό επιβαρυμένα, χάρη στις σπάνιες ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν το φυσικό και πολιτιστικό τους τοπίο, αφήνουν να γίνονται ορατές οι σημαίνουσες όψεις τους. Εκεί ακριβώς, κάπου ανάμεσα στην έκδηλη, απτή ομορφιά και στη μαγεία του “κρυπτού”, ενδημεί η αλήθεια των ιδεών και των πραγμάτων. Η ανακάλυψη αυτής της αλήθειας οδηγεί τον περιηγητή-διανοητή, τον ευτυχή διαμένοντα, από τον γλυκύ στοχασμό στη νέα θεία λατρεία, την ερωτική επαφή και μύηση στο τοπίο, στην βαθύτερη ουσία που αυτό καθαυτό περικλείει. Κάτω από αυτό το οπτικό πρίσμα, οι άνθρωποι και οι αδυναμίες τους δεν αντιμετωπίζονται αρνητικά, όπως αμείλικτα υπαγορεύουν οι όροι και οι ρυθμοί της εποχής, αλλά κριτικά και σε κλίμα συμπάθειας. Προέχει δηλαδή για τον διαμένοντα-περιηγητή, η κριτική αποτίμηση της ιστορικής πορείας των κοινωνιών τους, όπως αυτή αποτυπώνεται στα δημιουργήματα που συνθέτουν το πολιτιστικό τοπίο, αντί της τήρησης αποστάσεων από την - κατά το μάλλον ή ήττον – ευνουχισμένη και αλλοτριωμένη σύγχρονη κυκλαδική κοινωνία.
Η όλη διαδικασία κατάκτησης της διαμονής, διευκολύνεται και κορυφώνεται, χάρις και σ’ ένα δεδομένο που δεν απαντάται συχνά στους ανά τον κόσμο ταξιδιωτικούς προορισμούς: στις Κυκλάδες, φυσικό και πολιτιστικό τοπίο είναι σχεδόν πάντοτε αδιαίρετα. Στην εντυπωσιακή διείσδυση του ανθρώπινου μέσα στο φυσικό, με τα μεταξύ τους όρια τόσο δυσδιάκριτα, συνέτεινε αποφασιστικά το πεπερασμένο του νησιωτικού χώρου. Αποτέλεσμα, η συγκρότηση του ιστορικά “φορτισμένου” τοπίου που προαναφέρθηκε. Σε κάθε ανθρώπινη επέμβαση - μέχρι και κατά το πρόσφατο παρελθόν - διαφαίνεται παντού εκφρασμένη (με τρόπο συχνά αδιόρατο) η αρχέγονη ιερότητα, σύμφωνα με την οποία φύση και νόηση αναπόσπαστες, υπαγορεύουν τη μορφή και το περιεχόμενο κάθε ανθρώπινου δημιουργήματος.
Ως πορεία νοείται εδώ για τον περιηγητή, η κίνηση του σώματος με τις δικές του δυνάμεις προς ορισμένη κατεύθυνση. Κινείται, βλέπει, ακούει, οσφραίνεται, στοχάζεται, καθώς εξερευνά το τοπίο. Η πορεία του μετουσιώνεται σε “περιδιάβασμα” - προνομιακή διατύπωση για την πλάνητα, στοχαστική περιήγηση. Περιδιαβάζοντας το τοπίο, η κατάληξη της πορείας δεν είναι το ζητούμενο, αλλά το σημείο ανακούφισης, περίσκεψης, τροφοδοσίας σε σωματικό και ψυχικό σθένος για τη συνέχεια. Η λιθόστρωτη στενωπός ή τα σκαλιά ανόδου και καθόδου μέσα σ’ έναν ιστορικό οικισμό, το πέρασμα από μια λευκή εκκλησιά καμωμένη στα μέτρα του χωριού, το άνοιγμα που προσφέρει η μικρή πλατεία ως χώρος συνεύρεσης των ανθρώπων, το ερειπωμένο κάστρο που ορθώνεται ανάμεσα στα σοκάκια, όλα συνιστούν ένα σύνολο όπου ανθρώπινο και φυσικό διαπλέκονται τόσο στενά, ώστε ο αποχωρισμός τους να καθίσταται αδύνατος. Ένα τέτοιος τόπος θα μπορούσε να είναι το κατ’ εξοχήν σημείο εκκίνησης, βάση για την διείσδυση του περιηγητή στην καθαυτό ύπαιθρο χώρα. Κάπως έτσι, η πορεία οδηγείται στο μονοπάτι.Ο περιηγητής κινείται τώρα ως οδοιπόρος, στην καρδιά του κυκλαδικού τοπίου. Το μονοπάτι δεν είναι γι’ αυτόν η μουσειακά σωζόμενη οδός επικοινωνίας άλλων εποχών. Είναι η διάβαση που οδηγεί σ’ ό,τι η φύση κρύβει - και κατά περίπτωση αποκαλύπτει - ως ιστορικά και αληθώς σημαίνον. Καθώς διασχίζει με σεβασμό και διακριτικά το τοπίο, το μονοπάτι είναι το απόλυτα προσαρμοσμένο στη νησιωτική μικροκλίμακα μέσο, που προσφέρει στον οδοιπόρο την ποθητή διαμονή. Κάθε τόσο του υπενθυμίζει, πόσο συχνά μπορεί ο ίδιος να προσεγγίζει το κατώφλι του ιερού. Τα ανθρώπινα έργα που συναντά στο δρόμο του εμφανίζουν τέτοια προσαμογή στα φυσικά δεδομένα, ώστε το προκύπτον σύνολο να συμβιοί σε καθεστώς διαρκούς αρμονίας. Οι όποιες υπερβάσεις γίνονται εδώ εντυπωσιακές εξαιρέσεις, οι οποίες, ως ύβρεις, εκθέτουν τους αυτουργούς τους, ανακαλώντας τους στην τάξη. Μπροστά σε μια τέτοια εμπειρία, οι σύγχρονοι μηχανισμοί πληροφόρησης καθίστανται ανίσχυροι. Η τεχνική του 21ου αιώνα, που προσφέρει στο δέκτη της ασφάλεια και άνεση ως άλλοθι για την επιβολή μηχανισμών χειραγώγησης και κυριαρχίας, μοιάζει περιττή και ανώφελη. Ο κόσμος των σκοπιμοτήτων και των υπολογισμών αντιπαρατίθεται στην ποιητική οπτική της ζωής, όπου “Φύση και Λόγος είναι το αυτό”. Ζώντας την τελευταία πράξη μιας εξελικτικής πορείας, κατά την οποία ο άνθρωπος έφτασε ν’ αυτοκαταστρέφεται, μη μπορώντας να τιθασσεύσει τους όρους ανταγωνισμού και επιβολής που ο ίδιος οικοδόμησε πάνω στον εαυτό του και στη φύση, ο περιηγητής-διανοητής θα πάρει με σιγουριά το δρόμο του μονοπατιού, για μια θέση στον ήλιο. Διαμονές ανόθευτες, άθικτες από τη γάγγραινα των καιρών, υπάρχουν πολλές και ποικίλες. Διορατική ματιά και δύναμη ψυχική νάχει κανείς, για να τις ζήσει και να τους δώσει τη διάρκεια που τους πρέπει.
Υπάρχει λοιπόν ακόμη πεδίο ελεύθερο στα νησιά, όπου το φυσικό και πολιτιστικό τοπίο, μέσα στη μικροκλίμακά του, είναι σε θέση να προσφέρει στα ανήσυχα πνεύματα την ποθητή διαμονή; Την απάντηση τη δίνει το ίδιο το μονοπάτι. Εγγύηση με την ίδια του την ύπαρξη, καταφάσκει στο ερώτημα, χαράσσοντας παράλληλα στο πεδίο την εναλλακτική προοπτική της διαμονής. Ως ραχοκοκαλιά των νησιωτικών όγκων που με διάφορες μορφές – από τις απλούστερες ώς τις πιό περίτεχνες - διατρέχει, το δίκτυο των μονοπατιών ορίζει και χαρακτηρίζει περιοχές και τόπους, υπενθυμίζει την ιερή καταγωγή των ορατών πραγμάτων και διασφαλίζει τη διαχρονικότητα των αόρατων.Στο τοπίο κάθε νησιού αποτυπώνεται η ιδιαίτερη ιστορική του φυσιογνωμία, κάνοντάς το μοναδικό. Με έμφαση αποδίδεται στο κυκλαδικό τοπίο το μυθικό στοιχείο, η μαγική εκείνη δύναμη που αποπνέει το έδαφος, ο αέρας, το νερό, η θάλασσα, σε κάθε νησί με ξεχωριστό τρόπο. Ο περιηγητής-διανοητής αναζητεί το αυθεντικό γεγονός στο αυθεντικό τοπίο και αντίστροφα. Ένα ξωκκλήσι των γκρεμών, προσβάσιμο μόνο από μονοπάτι, χάνει διά παντός την ιερότητα και τη μαγεία του, άν το μονοπάτι αυτό μετατραπεί κάποτε σε αμαξωτό δρόμο. Για τον ίδιο λόγο, το γεγονός ενός πανηγυριού που κάθε χρόνο γίνεται εκεί στη χάρη του αγίου στον οποίο είναι αφιερωμένο, παύει να λειτουργεί ως τελετουργία, όπου η μικρή κοινότητα αφιερώνει χρόνο και περίσσια ψυχή. Κατ’ ακολουθίαν, το πανηγύρι παύει να επιτελεί τον αρχέγονο ρόλο του ως παράγοντας συνοχής της μικρής κοινότητας. Εντάσσεται στην ανοίκεια διαδικασία των τεχνικών μηχανισμών πρόσβασης, όπου ο υπολογισμός αφαιρεί από το γεγονός το στοιχείο της οικειότητας.
Το εγχείρημα της χάραξης διαδρομών πολιτιστικού ενδιαφέροντος στις Κυκλάδες, με κορμό τα μονοπάτια, πραγματοποιείται στην εποχή που η κοινωνική συνοχή των μικροκοινωνιών κλονίζεται και συχνά ανατρέπεται με ταχύτατους ρυθμούς. Με ανάλογους ρυθμούς, συντελείται σήμερα η παράδοση της γής των νησιών, με ταπεινωτικούς όρους, στην τουριστική αγορά της Ευρώπης. Όσο οι εναλλακτικές πρακτικές καθυστερούν, οι συνέπειες για το τοπίο και τη διαμονή, ορατές ήδη σε μεγάλη κλίμακα, θα είναι καταιγιστικές.
Σε τούτο το μεταίχμιο, ο ρόλος της ιστορίας είναι περισσότερο από ποτέ βαρυσήμαντος.
Οι διαδρομές είναι ταγμένες να οδηγούν σε “ομιλούντες” τόπους, δύσκολους στην πρόσβαση, χαρισματικούς όμως στην όψη και την ουσία τους. Δεν είναι το ίδιο να φτάσει κανείς στο άστυ της αρχαίας Θήρας από τον λιθόστρωτο δρόμο που, ξεκινώντας από το μεσαιωνικό χωριό του Πύργου, ανεβαίνει στο βουνό του Προφήτη Ηλία για να προβάλλει στη Σελλάδα και στη συνέχεια να εισάγει τον περιηγητή στον αρχαιολογικό χώρο, από το ν’ ακολουθήσει την τσιμεντένια οδό που, έχοντας σαν αφετηρία το τουριστικό θέρετρο του Καμαριού, καταλήγει στην ίδια θέση. Δεν είναι το ίδιο να επισκεφθεί κανείς τον προϊστορικό οικισμό του Σκάρκου στη Νιό από τον αυτοκινητόδρομο, από το να βαδίσει, με αφετηρία τη Χώρα, το πλατύ λιθόστρωτο μονοπάτι προς τον Απάνω Κάμπο, που περνά ακριβώς μπροστά από τον οικισμό, διασχίζοντας μεταξύ άλλων αγροτική περιφέρεια με άθικτα τα στοιχεία του πρόσφατου παρελθόντος, τον αρχαίο (ιστορικών χρόνων) οικισμό Ελληνικά, γεφύρια και λαγκαδιές γεμάτες μεθυστική μυρωδιά της νιώτικης υπαίθρου. Και πολύ περισσότερο, πόση ξεχωριστή χαρά, εμπειρία ή και περιπέτεια, προσφέρει το μονοπάτι ως μόνη οδός πρόσβασης, σε τόπους όπως μεταξύ άλλων:- το Απάνω Κάστρο στη Νάξο, η κορυφή του Τσικνιά στην Τήνο, η κορυφή και το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στη Σίφνο, ο Κάλαμος με το μοναστήρι της Καλαμιώτισσας στην Ανάφη, το σπήλαιο και η κορυφή του Ζά στη Νάξο, το σπήλαιο του Άη Γιάννη στην Ηρακλειά, - βυζαντινά μοναστήρια όπως η Χοζοβιώτισσα και ο Άγιος Θεολόγος στην Αμοργό, - βυζαντινούς ναούς σαν την Αγία Κυριακή στη Νάξο και την Ευαγγελίστρια στην Αμοργό, - πρωτοκυκλαδικές ακροπόλεις όπως το Καστρί στη Σύρα και η Κορφή τ’ Αρωνιού στη Νάξο, - αρχαίες πόλεις όπως η Καρθαία στη Τζιά και η Παλαιόπολη στην Άνδρο, - ιστορικά οικιστικά σύνολα αγροτικού τύπου, όπως ο Στρούμπος και ο Ασφοντυλίτης στην Αμοργό, - υπαίθρια μνημεία ή συγκροτήματα προβιομηχανικής τεχνολογίας όπως οι νερόμυλοι της Άνδρου και της Τζιάς,- νεραϊδότοπους όπως το Δρύ στην Αμοργό και η Πιθάρα στην Άνδρο, - παρθένες ακτές σαν τον Άη Νικόλα και τα Φηρά στη Φολέγανδρο, τη Μέλισσα στην Άνδρο, το Λειβάδι στη Δονούσα, τον Άη Φίλιππο στη Τζιά, του Κουρή στα Θερμιά, το Αγιόκλημα στην Κίμωλο; Και τί άλλο από καθιέρωση σε τακτική βάση περιηγητικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων με προορισμούς σαν αυτούς, θα ήταν το καταλληλότερο μέσο που να υπόσχεται την οικοδόμηση κοινοτικών σχέσεων διάρκειας σε παιδιά και εφήβους, ως κοινωνούς του φυσικού και πολιτιστικού τοπίου της πατρίδας τους; Ποιός θα μπορούσε ν’ αμφισβητήσει τον καταλυτικό ρόλο μιας τέτοιας, άμεσης και έντονης εμπειρίας, στην οποιασδήποτε μορφής ευαισθητοποίηση;
Ενταγμένο λοιπόν στη λογική των λειτουργιών που ιστορικά εξέθρεψαν τις πρακτικές και τις αξίες της κυκλαδικών κοινοτήτων, το πρόγραμμα των διαδρομών πολιτιστικού ενδιαφέροντος, η με κάθε τρόπο επανάχρησή τους, δρά πρώτα απ’ όλα παιδευτικά στην κατεύθυνση της περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης και ενισχυτικά στην ιστορική μνήμη. Ανασύρονται στοιχεία του άλλου, παλιού τύπου ηθικής στις τοπικές κοινωνίες, όπως η αυτάρκεια, η αλληλεγγύη και η συντροφικότητα, η αγάπη, η ταπεινοσύνη, η ανάδειξη ανάμεσα σε ίσους, η κοινή δράση με κατανόηση της διαφορετικότητας του καθενός. Έτσι, ο χρήστης του μονοπατιού, είτε με την ιδιότητα του ντόπιου αγρότη είτε ως περιηγητής-διανοητής είτε ως ερευνητής-ανιχνευτής, αντλεί από τον τόπο ενέργεια χωρίς να ξεχνά, προσφέρει χωρίς να προσθέτει, χαίρεται το νησί χωρίς σκοπιμότητες, γίνεται λάτρης του και συμπορεύεται μ’ αυτό.
Με την παρουσία του και μόνο, το μονοπάτι δεν επιτρέπει την διείσδυση στο πεδίο του, ενεργειών και συμβάντων που θα αναιρούσαν τη φυσική ισορροπία. Διαφυλάσσοντας και ζωογονώντας τη μορφή και τη χρήση των μονοπατιών, η παρούσα γενιά μπορεί να εγγυηθεί τη συνέχιση της διαμονής, έξω και μακριά από τους ασφυκτικούς όρους που επαγγέλλεται το κυρίαρχο μοντέλο εργαλειακής αντιμετώπισης, και εν τέλει της εξόντωσης της φύσης.
Είναι άραγε αργά για να κληθούν να επιστρέψουν στην ατομική και συλλογική συνείδηση οι “διαφυγόντες” θεοί;
Τάσος Αναστασίου
Ανακοίνωση στα "Σεμινάρια της Ερμούπολης" (5-6 Ιουλίου 2007 ),Ενότητα: Στο δρόμο προς την αειφορία: Η συμβολή της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης .
Βιβλιογραφία
Φώτη Τερζάκη - Αποσπάσματα μιας φιλοσοφίας της φύσης. Εκδόσεις futura, 2003
Martin Heidegger – Aufenthalte. Εκδόσεις Vittorio Klostermann, 1989
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου