TOY ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΧΑΤΖΗΠΑΡΑΣΚΕΥΑΙΔΗ
Η ιδέα της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (Π.Ε), γεννήθηκε σταδιακά στο πλαίσιο του περιβαλλοντικού κινήματος που αναδύθηκε κατά τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70, ωστόσο οι απαρχές της δεν μπορεί να καθοριστούν με ακρίβεια. Η γένεση της Π.Ε δεν προέκυψε εν κενώ, αλλά μπολιάστηκε με τις ιδέες προυπαρχουσών εκπαιδευτικών κινήσεων.
Στον καθορισμό του σκοπού και του περιεχομένου της Π.Ε
αποτυπώνονται εν πολλοίς ετερογενή και διιστάμενα ιδεολογικά ρεύματα και τάσεις. Η Β. Παπαδημητρίου (2004, 17-34) αναφερόμενη στις πρόδρομες εκπαιδευτικές κινήσεις-προγόνους της Π.Ε, οι οποίες-κατά τη συγγραφέα- διασταυρώθηκαν τόσο χρονικά όσο και σε επίπεδο στόχων, θεματολογίας και μεθοδολογίας, ξεχωρίζει την «Προοδευτική Κίνηση στην Εκπαίδευση», τη «Μελέτη της Φύσης» (Nature Study), τις «Αγροτικές Σπουδές» (Rural Study), την «Εκπαίδευση για τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος» (Conservation Education), την «Εκπαίδευση έξω από το σχολείο» (Outdoor Education), τη «Μελέτη πεδίου» (Field Studies) και τις «Περιβαλλοντικές Σπουδές (Environmental Studies). Η Ε. Φλογαίτη (1998, 114-116) θεωρεί ότι το κίνημα για Π.Ε εντάσσεται στο γενικότερο οικολογικό κίνημα και αναφέρει ανάλογα κινήματα που διαμορφώθηκαν στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Ο Ν. Ράπτης (2000, 100-112) δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις διαφορές μεταξύ των συνιστωσών της Π.Ε, θεωρεί ενιαίες τάσεις (όπως π.χ του κινήματος διατήρησης) και εισάγει νέες (όπως το κίνημα της «νέας εποχής»). Πιο συγκεκριμένα αναφέρει το «κίνημα της διατήρησης»,τη «πολιτική οικολογία», το «κίνημα της νέας εποχής», τη «μαθητοκεντρική παιδαγωγική» και τις «περιβαλλοντικές σπουδές και επιστήμες».
Οι ανωτέρω ιδεολογικές τάσεις/ρεύματα, πέρα από τις προφανείς διαφορές τους, συγκλίνουν στην αναγκαιότητα στενής σύνδεσης εκπαίδευσης-περιβάλλοντος, η οποία καθίσταται επιτακτική πλέον μετά την ανάδειξη του περιβαλλοντικού ζητήματος στις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70, ως αυτόνομου πολιτικού προβλήματος στις δυτικές κοινωνίες. Η αναγκαιότητα σύνδεσης περιβάλλοντος και εκπαίδευσης υποστηρίχθηκε από το περιβαλλοντικό κίνημα, τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς και –αρχικά- από τις κυβερνήσεις των κρατών της Ευρώπης και των Η.Π.Α. Η εισαγωγή της Π.Ε στα εκπαιδευτικά συστήματα συνοδεύτηκε από τη διεθνή αναγνώριση και η ανάπτυξή της υπήρξε ταχύτατη.
Το 1968 ιδρύεται στην Βρετανία το Συμβούλιο για την Π.Ε και στη Σουηδία εισάγονται στο εκπαιδευτικό της σύστημα προγράμματα Π.Ε. Το παράδειγμα της Σουηδίας ακολουθούν και άλλες χώρες της Ευρώπης τα τέλη της δεκαετίας του ΄60. Η πρώτη διεθνής συνάντηση με θέμα την Π.Ε, πραγματοποιείται στη Νεβάδα των Η.Π.Α το 1970 όπου καθιερώνεται διεθνώς ο όρος «Περιβαλλοντική Εκπαίδευση» και διατυπώνεται ο πρώτος και πλέον έγκυρος ορισμός της. Στη Στοκχόλμη, το 1972, συνήλθε η πρώτη διακυβερνητική διάσκεψη για το περιβάλλον, στην οποία αναγνωρίζεται για πρώτη φορά από τη διεθνή κοινότητα η αναγκαιότητα προώθησης και ενδυνάμωσης της Π.Ε για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης. Στο πλαίσιο του σχεδίου δράσης, που προτάθηκε στη διάσκεψη, θεσμοθετήθηκε το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον (U.N.E.P) και εν συνεχεία η U.N.E.S.C.O σε συνεργασία με το U.N.E.P οργάνωσε το Διεθνές Πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (Δ.Π.Π.Ε).Στο διεθνές συνέδριο της Aix-en-provence (1972) με θέμα «Εκπαίδευση και Περιβάλλον», οι σύνεδροι κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι η έννοιά της πρέπει να προσεγγισθεί με διεπιστημονική μέθοδο, με τη συνεργασία όλων των παραδοσιακών σχολικών μαθημάτων. Τα συμπεράσματα του διεθνούς συνεδρίου του Βελιγραδίου (1975) διατυπώθηκαν στην «Χάρτα του Βελιγραδίου», όπου ως σκοπός της Π.Ε καθορίζεται η διάπλαση ενός παγκόσμιου πληθυσμού με συνείδηση και ενδιαφέρον για το σχολικό περιβάλλον και τα περιβαλλοντικά προβλήματα, ενός πληθυσμού με γνώσεις, ικανότητες και διάθεση να αγωνιστεί προσωπικά και συλλογικά για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων και να εμποδίσει την εκδήλωση νέων στο μέλλον (Κούσουλας, 2000).
Η πρώτη διακυβερνητική διάσκεψη για την Π.Ε πραγματοποιήθηκε στην Τιφλίδα το 1977. Στη διάσκεψη αυτή καθορίστηκαν το περιεχόμενο, οι σκοποί, οι στόχοι, τα χαρακτηριστικά της Π.Ε και οι βασικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις για την επίτευξη των στόχων. Η «Διακήρυξη της Τιφλίδας» αποτελεί ορόσημο στην ιστορία και την εξέλιξη της Π.Ε. Με στόχο την προώθηση και εφαρμογή των επιδιώξεων της διάσκεψης, οργανώθηκαν και πραγματοποιήθηκαν σε διεθνές επίπεδο σεμινάρια, συζητήσεις,, διεθνείς συναντήσεις, πιλοτικά προγράμματα, έρευνες κλπ, που είχαν ως αποτέλεσμα τη περαιτέρω ανάπτυξη της Π.Ε σε διεθνές επίπεδο.Το 1987 πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα το «Διεθνές Συνέδριο για την Π.Ε και την Επιμόρφωση-Κατάρτιση», κατά τη διάρκεια των εργασιών του οποίου διαπιστώθηκε ότι η Π.Ε θα είναι αποτελεσματική αν στοχεύει στη διαμόρφωση ενός νέου παγκόσμιου περιβαλλοντικού ήθους μέσω της διαμόρφωσης νέων στάσεων, συμπεριφορών, αξιών, γνώσεων και δεξιοτήτων των πολιτών.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η σύνδεση της Π.Ε με τη «βιώσιμη ανάπτυξη» (sustainable development) τονίζει την ανάγκη της συμφιλίωσης του περιβάλλοντος με την ανάπτυξη (Σιούτη, 1998, 79-81) και υπογραμμίζει το ρόλο της εκπαίδευσης προς την κατεύθυνση αυτή. Οι διεθνείς διασκέψεις του Ρίο (1992) και της Θεσσαλονίκης (1997), σηματοδότησαν τη μετονομασία της Π.Ε σε «εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση των πολιτών για την αειφορία» και την υιοθέτηση μιας διαφορετικής ατζέντας θεμάτων (ρύπανση, κλιματική αλλαγή, βιοποικιλότητα κ.α), η οποία καθιστά την Π.Ε τμήμα μιας ευρύτερης πολιτικής για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Η περιβαλλοντική εκπαίδευση στην Ελλάδα
Στη χώρα μας τα οικολογικά ζητήματα αναδείχτηκαν αργότερα σε σχέση με τις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης. Ωστόσο στις αρχές της δεκαετίας του ’70 απασχόλησαν αρχικά επιστημονικούς φορείς και κρατικές υπηρεσίες (Κούση, 2004,281-287). Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα η ανάπτυξη της Π.Ε δεν διασταυρώθηκε με προϋπάρχουσες ριζοσπαστικές εκπαιδευτικές κινήσεις. (Παπαδημητρίου, 2004, 61), ενώ η επιρροή του εγχώριου «οιονεί» πράσινου κινήματος (Δεμερτζής, 1993, 76) ήταν αμελητέα. Παρόλα αυτά δεν έλειψε το ενδιαφέρον ανήσυχων και ευαίσθητων εκπαιδευτικών που πίστευαν σ΄ένα σχολείο ανοιχτό στην κοινωνία, το οποίο θα ξεφεύγει από τις ασφυκτικές δομές της ελληνικής εκπαιδευτικής πραγματικότητας.
Το ΥΠΕΠΘ από την πλευρά του, ευθυγραμμιζόμενο με τα εκπαιδευτικά συστήματα άλλων χωρών, δημιούργησε-έστω και καθυστερημένα- τις προϋποθέσεις για την εισαγωγή της Π.Ε στο αναλυτικό πρόγραμμα. Η Π.Ε προχώρησε στη φάση της πειραματικής εφαρμογής εθελοντικών προγραμμάτων στα σχολεία (1982-1986), ενώ το 1987 δοκιμάστηκε πιλοτικά ο θεσμός των υπεύθυνων Π.Ε, ο οποίος καθιερώθηκε το 1990. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας το ΄80, μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών εμπλέκονται στην εφαρμογή προγραμμάτων Π.Ε, παρόλο που διαπιστώνεται σύγχυση στη θεματολογία και ανεπάρκεια στην επιμόρφωση και το εκπαιδευτικό υλικό. Το 1989 διατυπώνεται η επίσημη θέση του ΥΠΕΠΘ για την Π.Ε, ενώ με το νόμο 1982/90, θεσμοθετείται η Π.Ε. Η δεκαετία του ΄90 χαρακτηρίζεται από τον κεντρικά οργανωμένο σχεδιασμό του ΥΠΕΠΘ που αφορά στην ανάπτυξη και υποστήριξη σχολικών προγραμμάτων, στην ίδρυση και λειτουργία Κέντρων Π.Ε ανά την επικράτεια , στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, στη δημιουργία εκπαιδευτικού υλικού, στην ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής θεματολογίας στο αναλυτικό πρόγραμμα και στην ανάπτυξη περιφερειακών εθνικών και διεθνών θεματικών δικτύων Π.Ε (π.χ «Οικολογικά σχολεία», «Χρυσοπράσινο φύλλο», κ.α).
Μετά από μια δεκαπενταετία εφαρμογής προγραμμάτων Π.Ε στη χώρα μας, αυτή παραμένει στο περιθώριο του σχολικού προγράμματος (Γεωργόπουλος, 2003, 21), ενώ η υλοποίησή της επαφίεται στις καλές προθέσεις μικρής μερίδας εκπαιδευτικών με περιβαλλοντικές ανησυχίες. (Παπαδημητρίου, 2004, 78).Η ασάφεια του περιεχόμενου των προγραμμάτων Π.Ε, η υποτίμηση της διδακτικής μεθοδολογίας, οι ελλείψεις (μέσων, χρόνου και χρημάτων), η συχνά επιδερμική και τεχνοκρατική προσέγγιση των υπό εξέταση θεμάτων, η ισχνή συμμετοχή εκπαιδευτικών και μαθητών και η πρόσληψή της ως δυνατότητα για καινοτόμες παιδαγωγικές εφαρμογές, καθιστούν αναγκαίο το διάλογο για τον επανακαθορισμό της στο πλαίσιο αναμόρφωσης του εκπαιδευτικού συστήματος.
Από το ριζοσπαστισμό στην ενσωμάτωση
Όπως αναφέρθηκε ήδη, το σύγχρονο περιβαλλοντικό κίνημα αναπτύχθηκε στο πλαίσιο ενός ευρύτερου κλίματος αμφισβήτησης του υφιστάμενου κοινωνικού σχηματισμού και είχε ως αποτέλεσμα την περιβαλλοντική αφύπνιση και ευαισθητοποίηση ευρέων στρωμάτων του πληθυσμού, τα οποία υιοθέτησαν μια ριζικά διαφορετική αντίληψη για τη σχέση ανθρώπου-φύσης.
Η οξύτητα της περιβαλλοντικής κρίσης σε συνδυασμό με τη δράση του περιβαλλοντικού κινήματος είχαν οδηγήσει στην αμφισβήτηση της κυρίαρχης ανθρωποκεντρικής αντίληψης, η οποία ήταν υπεύθυνη για την υπερεκμετάλλευση της φύσης, και στην υιοθέτηση της βιοκεντρικής άποψης, σύμφωνα με την οποία άνθρωπος και φύση βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης (Σκαναβή, 2004, 22).
Κατ΄επέκταση, θεωρήθηκε απαραίτητη η επένδυση στην εκπαίδευση, προκειμένου να αλλάξουν άρδην αντιλήψεις, νοοτροπίες και συμπεριφορές, που επέτειναν την περιβαλλοντική κρίση μέσω της πρόσληψης του περιβάλλοντος ως ενιαίου συνόλου και της απόκτησης γνώσεων και δεξιοτήτων για την επίλυση περιβαλλοντικών προβλημάτων.
Τόσο στον εκπαιδευτικό όσο και στον περιβαλλοντικό χώρο υπήρξαν προσδοκίες ότι η εισαγωγή της Π.Ε στα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών θα συνέβαλε καίρια στην περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση και αφύπνιση, στην διευθέτηση-σε βάθος χρόνου- των περιβαλλοντικών προβλημάτων, όσο και στην μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης. (Παπαδημητρίου, 2004, 11).
Αρχικά θεωρήθηκε ότι η ανάπτυξη της Π.Ε θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πολύτιμο μέσο, που θα συνέβαλε σημαντικά στη διαχείριση της περιβαλλοντικής κρίσης μέσω της εκπαίδευσης τεχνικών και ειδικών για περιβαλλοντικά ζητήματα.(Φλογαίτη, 1998, 111-112).Η κατά κύριο λόγο τεχνοκρατική και στενή αντίληψη για τη χρησιμότητα της Π.Ε, μετασχηματίστηκε υπό την επιρροή του σύγχρονου περιβαλλοντικού κινήματος. Ο μετασχηματισμός αυτός αφορούσε στη διεύρυνση της έννοιας της Π.Ε, η οποία δεν θα αναφερόταν πλέον μόνο σε τεχνικούς και ειδικούς, αλλά θα απευθυνόταν σ΄ολόκληρο το κοινωνικό σώμα, το οποίο θα προετοιμαζόταν κατάλληλα προκειμένου να καταστεί ικανό για την επίλυση περιβαλλοντικών προβλημάτων. Η διεύρυνση της έννοιας των Π.Ε οφείλεται στη ριζοσπαστική οπτική που υιοθέτησε το περιβαλλοντικό κίνημα, τόσο όσον αφορά την ίδια την έννοια του περιβάλλοντος (η οποία εκτός από το φυσικό, αναφέρεται και στο κοινωνικό, το πολιτικό, το οικονομικό κλπ), όσο και στην αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης.
Σύμφωνα μ΄αυτή την αντίληψη, η κρισιμότητα της περιβαλλοντικής κρίσης δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί στη βάση μιας τεχνοκρατικής αντίληψης για το περιβάλλον, μέσω της υιοθέτησης τεχνικών και εμβαλωματικών λύσεων (τεχνοκεντρική προσέγγιση), αντιθέτως προϋποθέτει την αναδιαμόρφωση των σχέσεων ανθρώπου-φύσης και την υπέρβαση του υφιστάμενου κοινωνικού σχηματισμού (οικοκεντρική αντίληψη). (Γεωργόπουλος, 2003,17).
Οι ριζοσπαστικές τάσεις, που επικράτησαν κατά τη γένεση του περιβαλλοντικού κινήματος, αποτυπώθηκαν στη θεσμοθέτηση της Π.Ε, μέσω της εισαγωγής της στα εκπαιδευτικά συστήματα χωρών της Δύσης στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 και μέσω μιας σειράς διεθνών διασκέψεων, οι οποίες υιοθέτησαν μια ευρύτερη αντίληψη για το περιβάλλον και της σχέσης ανθρώπου-φύσης και παράλληλα αναγνώρισαν την Π.Ε ως ανανεωτικό/ρηξικέλευθο εκπαιδευτικό ρεύμα, το οποίο εντασσόταν σ΄ένα αντισυστημικό πλαίσιο. (Ράπτης, 2000,118).
Υπό την πίεση του περιβαλλοντικού κινήματος, δημιουργήθηκε, με την υποστήριξη των εκπαιδευτικών, ένα επηρεασμένο από την πολιτική οικολογία, πλην όμως ετερογενές, κίνημα Π.Ε, το οποίο, παρόλο που ενσωματώθηκε στα εκπαιδευτικά συστήματα ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ΄70 διέψευσε σε μεγάλο βαθμό τις προσδοκίες των υποστηρικτών της (Φλογαίτη, 1998, 231). Ο αρχικός ενθουσιασμός, που προηγήθηκε της θεσμοθέτησης της Π.Ε, σύντομα έδωσε τη θέση του στην επιφυλακτικότητα.
Την αλματώδη ανάπτυξη της Π.Ε σε παγκόσμιο επίπεδο τις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80, την επέκτασή της σε μορφές μη τυπικής εκπαίδευσης, την ένταξη της σε ευρύτερες πολιτικές σχεδιασμένες από διεθνείς οργανισμούς (ΟΗΕ,ΟΟΣΑ), ακολούθησε η υποβάθμιση της στο πλαίσιο του αναλυτικού προγράμματος εξαιτίας της επικράτησης συντηρητικών-νεοφιλελεύθερων ιδεών σε πολιτικό επίπεδο και συνακόλουθα στον τομέα της εκπαίδευσης και η σταδιακή απώλεια των ριζοσπαστικών χαρακτηριστικών της (Ράπτης, 2000,119).
Για έναν επαναπροσανατολισμό της Π.Ε
Μετά τη διεθνή διάσκεψη του Ρίο, η εγκατάλειψη του όρου Π.Ε και η αντικατάσταση του από τον όρο «Εκπαίδευση για βιώσιμη ανάπτυξη» συνιστά σαφώς μια τομή, η οποία ερμηνεύεται διττά: είτε ως αναγνώριση της αποτυχίας της εφαρμογής της, είτε ως αφετηρία μετεξέλιξης του θεσμού.
Σύμφωνα με την πρώτη ερμηνεία, εξαιτίας μιας σειράς οργανωτικών και άλλων δυσχερειών (Γεωργόπουλος, 2003,20), η Π.Ε δεν κατόρθωσε να προσεγγίσει τους στόχους της. Σήμερα ο ρόλος της είναι υποβαθμισμένος στο πλαίσιο του αναλυτικού προγράμματος, δεν περιλαμβάνεται στις προτεραιότητες των δρομολογούμενων εκπαιδευτικών αλλαγών, έχουν απαλειφθεί τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά της και εν πολλοίς αποτελεί άλλοθι για την αντιπεριβαλλοντική πολιτική που ακολουθείται διεθνώς. Οι υποστηρικτές της παραπάνω άποψης θεωρούν ότι δεν έχει λόγο ύπαρξης η Π.Ε, η οποία περιορίζεται σε μια επιφανειακή, νατουραλιστικού ή τεχνοκρατικού τύπου, προσέγγιση των περιβαλλοντικών ζητημάτων, αφήνοντας στο απυρόβλητο το υφιστάμενο κοινωνικό σύστημα, το οποίο παράγει την οικολογική κρίση. Προτείνουν δε, την (επανα)ριζοσπαστικοποίηση της Π.Ε και την επανεύρεση του οικοκεντρικού προσανατολισμού της.
Οι υποστηρικτές της δεύτερης άποψης, χωρίς να υποτιμούν τις δυσχέρειες εφαρμογής της Π.Ε, θεωρούν ότι δεν υφίστανται κατ΄ουσίαν διαφορές, αναφορικά με τους στόχους και το περιεχόμενο της Π.Ε και της «εκπαίδευσης για την βιωσιμότητα», καθώς μια νέα ολιστική προσέγγιση για τα προβλήματα περιβάλλοντος και ανάπτυξης καθίσταται αναγκαία.Η Π.Ε αποτελεί πλέον τμήμα-μαζί με πολλές αντίστοιχες πολιτικές- της εκπαίδευσης για τη βιωσιμότητα, οπότε εκ των πραγμάτων τίθεται ζήτημα επαναπροσανατολισμού των στόχων και του περιεχομένου της.
Ο διάλογος για τη συμβολή της Π.Ε τόσο στην αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, όσο και στην ευαισθητοποίηση για ζητήματα κοινωνικής/οικονομικής ανάπτυξης και περιβάλλοντος βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Η ιδιαίτερα πολύτιμη κτηθείσα εμπειρία της 25ετούς εφαρμογής της Π.Ε αποτελεί οδηγό για τον επαναπροσανατολισμό της, προκειμένου ν΄ανταποκριθεί στις σύγχρονες κοινωνικές επιταγές. Σε κάθε περίπτωση η Π.Ε όπως και το περιβαλλοντικό κίνημα άλλωστε, δεν εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε με μονοσήμαντο τρόπο: συμπυκνώνει μια ετερογενή παράδοση, διαθέτει μια αυξομειούμενη δυναμική και συνιστά μια πολλαπλή δυνατότητα για το μέλλον.
Στον καθορισμό του σκοπού και του περιεχομένου της Π.Ε
αποτυπώνονται εν πολλοίς ετερογενή και διιστάμενα ιδεολογικά ρεύματα και τάσεις. Η Β. Παπαδημητρίου (2004, 17-34) αναφερόμενη στις πρόδρομες εκπαιδευτικές κινήσεις-προγόνους της Π.Ε, οι οποίες-κατά τη συγγραφέα- διασταυρώθηκαν τόσο χρονικά όσο και σε επίπεδο στόχων, θεματολογίας και μεθοδολογίας, ξεχωρίζει την «Προοδευτική Κίνηση στην Εκπαίδευση», τη «Μελέτη της Φύσης» (Nature Study), τις «Αγροτικές Σπουδές» (Rural Study), την «Εκπαίδευση για τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος» (Conservation Education), την «Εκπαίδευση έξω από το σχολείο» (Outdoor Education), τη «Μελέτη πεδίου» (Field Studies) και τις «Περιβαλλοντικές Σπουδές (Environmental Studies). Η Ε. Φλογαίτη (1998, 114-116) θεωρεί ότι το κίνημα για Π.Ε εντάσσεται στο γενικότερο οικολογικό κίνημα και αναφέρει ανάλογα κινήματα που διαμορφώθηκαν στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Ο Ν. Ράπτης (2000, 100-112) δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις διαφορές μεταξύ των συνιστωσών της Π.Ε, θεωρεί ενιαίες τάσεις (όπως π.χ του κινήματος διατήρησης) και εισάγει νέες (όπως το κίνημα της «νέας εποχής»). Πιο συγκεκριμένα αναφέρει το «κίνημα της διατήρησης»,τη «πολιτική οικολογία», το «κίνημα της νέας εποχής», τη «μαθητοκεντρική παιδαγωγική» και τις «περιβαλλοντικές σπουδές και επιστήμες».
Οι ανωτέρω ιδεολογικές τάσεις/ρεύματα, πέρα από τις προφανείς διαφορές τους, συγκλίνουν στην αναγκαιότητα στενής σύνδεσης εκπαίδευσης-περιβάλλοντος, η οποία καθίσταται επιτακτική πλέον μετά την ανάδειξη του περιβαλλοντικού ζητήματος στις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70, ως αυτόνομου πολιτικού προβλήματος στις δυτικές κοινωνίες. Η αναγκαιότητα σύνδεσης περιβάλλοντος και εκπαίδευσης υποστηρίχθηκε από το περιβαλλοντικό κίνημα, τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς και –αρχικά- από τις κυβερνήσεις των κρατών της Ευρώπης και των Η.Π.Α. Η εισαγωγή της Π.Ε στα εκπαιδευτικά συστήματα συνοδεύτηκε από τη διεθνή αναγνώριση και η ανάπτυξή της υπήρξε ταχύτατη.
Το 1968 ιδρύεται στην Βρετανία το Συμβούλιο για την Π.Ε και στη Σουηδία εισάγονται στο εκπαιδευτικό της σύστημα προγράμματα Π.Ε. Το παράδειγμα της Σουηδίας ακολουθούν και άλλες χώρες της Ευρώπης τα τέλη της δεκαετίας του ΄60. Η πρώτη διεθνής συνάντηση με θέμα την Π.Ε, πραγματοποιείται στη Νεβάδα των Η.Π.Α το 1970 όπου καθιερώνεται διεθνώς ο όρος «Περιβαλλοντική Εκπαίδευση» και διατυπώνεται ο πρώτος και πλέον έγκυρος ορισμός της. Στη Στοκχόλμη, το 1972, συνήλθε η πρώτη διακυβερνητική διάσκεψη για το περιβάλλον, στην οποία αναγνωρίζεται για πρώτη φορά από τη διεθνή κοινότητα η αναγκαιότητα προώθησης και ενδυνάμωσης της Π.Ε για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης. Στο πλαίσιο του σχεδίου δράσης, που προτάθηκε στη διάσκεψη, θεσμοθετήθηκε το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον (U.N.E.P) και εν συνεχεία η U.N.E.S.C.O σε συνεργασία με το U.N.E.P οργάνωσε το Διεθνές Πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (Δ.Π.Π.Ε).Στο διεθνές συνέδριο της Aix-en-provence (1972) με θέμα «Εκπαίδευση και Περιβάλλον», οι σύνεδροι κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι η έννοιά της πρέπει να προσεγγισθεί με διεπιστημονική μέθοδο, με τη συνεργασία όλων των παραδοσιακών σχολικών μαθημάτων. Τα συμπεράσματα του διεθνούς συνεδρίου του Βελιγραδίου (1975) διατυπώθηκαν στην «Χάρτα του Βελιγραδίου», όπου ως σκοπός της Π.Ε καθορίζεται η διάπλαση ενός παγκόσμιου πληθυσμού με συνείδηση και ενδιαφέρον για το σχολικό περιβάλλον και τα περιβαλλοντικά προβλήματα, ενός πληθυσμού με γνώσεις, ικανότητες και διάθεση να αγωνιστεί προσωπικά και συλλογικά για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων και να εμποδίσει την εκδήλωση νέων στο μέλλον (Κούσουλας, 2000).
Η πρώτη διακυβερνητική διάσκεψη για την Π.Ε πραγματοποιήθηκε στην Τιφλίδα το 1977. Στη διάσκεψη αυτή καθορίστηκαν το περιεχόμενο, οι σκοποί, οι στόχοι, τα χαρακτηριστικά της Π.Ε και οι βασικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις για την επίτευξη των στόχων. Η «Διακήρυξη της Τιφλίδας» αποτελεί ορόσημο στην ιστορία και την εξέλιξη της Π.Ε. Με στόχο την προώθηση και εφαρμογή των επιδιώξεων της διάσκεψης, οργανώθηκαν και πραγματοποιήθηκαν σε διεθνές επίπεδο σεμινάρια, συζητήσεις,, διεθνείς συναντήσεις, πιλοτικά προγράμματα, έρευνες κλπ, που είχαν ως αποτέλεσμα τη περαιτέρω ανάπτυξη της Π.Ε σε διεθνές επίπεδο.Το 1987 πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα το «Διεθνές Συνέδριο για την Π.Ε και την Επιμόρφωση-Κατάρτιση», κατά τη διάρκεια των εργασιών του οποίου διαπιστώθηκε ότι η Π.Ε θα είναι αποτελεσματική αν στοχεύει στη διαμόρφωση ενός νέου παγκόσμιου περιβαλλοντικού ήθους μέσω της διαμόρφωσης νέων στάσεων, συμπεριφορών, αξιών, γνώσεων και δεξιοτήτων των πολιτών.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η σύνδεση της Π.Ε με τη «βιώσιμη ανάπτυξη» (sustainable development) τονίζει την ανάγκη της συμφιλίωσης του περιβάλλοντος με την ανάπτυξη (Σιούτη, 1998, 79-81) και υπογραμμίζει το ρόλο της εκπαίδευσης προς την κατεύθυνση αυτή. Οι διεθνείς διασκέψεις του Ρίο (1992) και της Θεσσαλονίκης (1997), σηματοδότησαν τη μετονομασία της Π.Ε σε «εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση των πολιτών για την αειφορία» και την υιοθέτηση μιας διαφορετικής ατζέντας θεμάτων (ρύπανση, κλιματική αλλαγή, βιοποικιλότητα κ.α), η οποία καθιστά την Π.Ε τμήμα μιας ευρύτερης πολιτικής για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Η περιβαλλοντική εκπαίδευση στην Ελλάδα
Στη χώρα μας τα οικολογικά ζητήματα αναδείχτηκαν αργότερα σε σχέση με τις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης. Ωστόσο στις αρχές της δεκαετίας του ’70 απασχόλησαν αρχικά επιστημονικούς φορείς και κρατικές υπηρεσίες (Κούση, 2004,281-287). Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα η ανάπτυξη της Π.Ε δεν διασταυρώθηκε με προϋπάρχουσες ριζοσπαστικές εκπαιδευτικές κινήσεις. (Παπαδημητρίου, 2004, 61), ενώ η επιρροή του εγχώριου «οιονεί» πράσινου κινήματος (Δεμερτζής, 1993, 76) ήταν αμελητέα. Παρόλα αυτά δεν έλειψε το ενδιαφέρον ανήσυχων και ευαίσθητων εκπαιδευτικών που πίστευαν σ΄ένα σχολείο ανοιχτό στην κοινωνία, το οποίο θα ξεφεύγει από τις ασφυκτικές δομές της ελληνικής εκπαιδευτικής πραγματικότητας.
Το ΥΠΕΠΘ από την πλευρά του, ευθυγραμμιζόμενο με τα εκπαιδευτικά συστήματα άλλων χωρών, δημιούργησε-έστω και καθυστερημένα- τις προϋποθέσεις για την εισαγωγή της Π.Ε στο αναλυτικό πρόγραμμα. Η Π.Ε προχώρησε στη φάση της πειραματικής εφαρμογής εθελοντικών προγραμμάτων στα σχολεία (1982-1986), ενώ το 1987 δοκιμάστηκε πιλοτικά ο θεσμός των υπεύθυνων Π.Ε, ο οποίος καθιερώθηκε το 1990. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας το ΄80, μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών εμπλέκονται στην εφαρμογή προγραμμάτων Π.Ε, παρόλο που διαπιστώνεται σύγχυση στη θεματολογία και ανεπάρκεια στην επιμόρφωση και το εκπαιδευτικό υλικό. Το 1989 διατυπώνεται η επίσημη θέση του ΥΠΕΠΘ για την Π.Ε, ενώ με το νόμο 1982/90, θεσμοθετείται η Π.Ε. Η δεκαετία του ΄90 χαρακτηρίζεται από τον κεντρικά οργανωμένο σχεδιασμό του ΥΠΕΠΘ που αφορά στην ανάπτυξη και υποστήριξη σχολικών προγραμμάτων, στην ίδρυση και λειτουργία Κέντρων Π.Ε ανά την επικράτεια , στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, στη δημιουργία εκπαιδευτικού υλικού, στην ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής θεματολογίας στο αναλυτικό πρόγραμμα και στην ανάπτυξη περιφερειακών εθνικών και διεθνών θεματικών δικτύων Π.Ε (π.χ «Οικολογικά σχολεία», «Χρυσοπράσινο φύλλο», κ.α).
Μετά από μια δεκαπενταετία εφαρμογής προγραμμάτων Π.Ε στη χώρα μας, αυτή παραμένει στο περιθώριο του σχολικού προγράμματος (Γεωργόπουλος, 2003, 21), ενώ η υλοποίησή της επαφίεται στις καλές προθέσεις μικρής μερίδας εκπαιδευτικών με περιβαλλοντικές ανησυχίες. (Παπαδημητρίου, 2004, 78).Η ασάφεια του περιεχόμενου των προγραμμάτων Π.Ε, η υποτίμηση της διδακτικής μεθοδολογίας, οι ελλείψεις (μέσων, χρόνου και χρημάτων), η συχνά επιδερμική και τεχνοκρατική προσέγγιση των υπό εξέταση θεμάτων, η ισχνή συμμετοχή εκπαιδευτικών και μαθητών και η πρόσληψή της ως δυνατότητα για καινοτόμες παιδαγωγικές εφαρμογές, καθιστούν αναγκαίο το διάλογο για τον επανακαθορισμό της στο πλαίσιο αναμόρφωσης του εκπαιδευτικού συστήματος.
Από το ριζοσπαστισμό στην ενσωμάτωση
Όπως αναφέρθηκε ήδη, το σύγχρονο περιβαλλοντικό κίνημα αναπτύχθηκε στο πλαίσιο ενός ευρύτερου κλίματος αμφισβήτησης του υφιστάμενου κοινωνικού σχηματισμού και είχε ως αποτέλεσμα την περιβαλλοντική αφύπνιση και ευαισθητοποίηση ευρέων στρωμάτων του πληθυσμού, τα οποία υιοθέτησαν μια ριζικά διαφορετική αντίληψη για τη σχέση ανθρώπου-φύσης.
Η οξύτητα της περιβαλλοντικής κρίσης σε συνδυασμό με τη δράση του περιβαλλοντικού κινήματος είχαν οδηγήσει στην αμφισβήτηση της κυρίαρχης ανθρωποκεντρικής αντίληψης, η οποία ήταν υπεύθυνη για την υπερεκμετάλλευση της φύσης, και στην υιοθέτηση της βιοκεντρικής άποψης, σύμφωνα με την οποία άνθρωπος και φύση βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης (Σκαναβή, 2004, 22).
Κατ΄επέκταση, θεωρήθηκε απαραίτητη η επένδυση στην εκπαίδευση, προκειμένου να αλλάξουν άρδην αντιλήψεις, νοοτροπίες και συμπεριφορές, που επέτειναν την περιβαλλοντική κρίση μέσω της πρόσληψης του περιβάλλοντος ως ενιαίου συνόλου και της απόκτησης γνώσεων και δεξιοτήτων για την επίλυση περιβαλλοντικών προβλημάτων.
Τόσο στον εκπαιδευτικό όσο και στον περιβαλλοντικό χώρο υπήρξαν προσδοκίες ότι η εισαγωγή της Π.Ε στα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών θα συνέβαλε καίρια στην περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση και αφύπνιση, στην διευθέτηση-σε βάθος χρόνου- των περιβαλλοντικών προβλημάτων, όσο και στην μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης. (Παπαδημητρίου, 2004, 11).
Αρχικά θεωρήθηκε ότι η ανάπτυξη της Π.Ε θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πολύτιμο μέσο, που θα συνέβαλε σημαντικά στη διαχείριση της περιβαλλοντικής κρίσης μέσω της εκπαίδευσης τεχνικών και ειδικών για περιβαλλοντικά ζητήματα.(Φλογαίτη, 1998, 111-112).Η κατά κύριο λόγο τεχνοκρατική και στενή αντίληψη για τη χρησιμότητα της Π.Ε, μετασχηματίστηκε υπό την επιρροή του σύγχρονου περιβαλλοντικού κινήματος. Ο μετασχηματισμός αυτός αφορούσε στη διεύρυνση της έννοιας της Π.Ε, η οποία δεν θα αναφερόταν πλέον μόνο σε τεχνικούς και ειδικούς, αλλά θα απευθυνόταν σ΄ολόκληρο το κοινωνικό σώμα, το οποίο θα προετοιμαζόταν κατάλληλα προκειμένου να καταστεί ικανό για την επίλυση περιβαλλοντικών προβλημάτων. Η διεύρυνση της έννοιας των Π.Ε οφείλεται στη ριζοσπαστική οπτική που υιοθέτησε το περιβαλλοντικό κίνημα, τόσο όσον αφορά την ίδια την έννοια του περιβάλλοντος (η οποία εκτός από το φυσικό, αναφέρεται και στο κοινωνικό, το πολιτικό, το οικονομικό κλπ), όσο και στην αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης.
Σύμφωνα μ΄αυτή την αντίληψη, η κρισιμότητα της περιβαλλοντικής κρίσης δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί στη βάση μιας τεχνοκρατικής αντίληψης για το περιβάλλον, μέσω της υιοθέτησης τεχνικών και εμβαλωματικών λύσεων (τεχνοκεντρική προσέγγιση), αντιθέτως προϋποθέτει την αναδιαμόρφωση των σχέσεων ανθρώπου-φύσης και την υπέρβαση του υφιστάμενου κοινωνικού σχηματισμού (οικοκεντρική αντίληψη). (Γεωργόπουλος, 2003,17).
Οι ριζοσπαστικές τάσεις, που επικράτησαν κατά τη γένεση του περιβαλλοντικού κινήματος, αποτυπώθηκαν στη θεσμοθέτηση της Π.Ε, μέσω της εισαγωγής της στα εκπαιδευτικά συστήματα χωρών της Δύσης στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 και μέσω μιας σειράς διεθνών διασκέψεων, οι οποίες υιοθέτησαν μια ευρύτερη αντίληψη για το περιβάλλον και της σχέσης ανθρώπου-φύσης και παράλληλα αναγνώρισαν την Π.Ε ως ανανεωτικό/ρηξικέλευθο εκπαιδευτικό ρεύμα, το οποίο εντασσόταν σ΄ένα αντισυστημικό πλαίσιο. (Ράπτης, 2000,118).
Υπό την πίεση του περιβαλλοντικού κινήματος, δημιουργήθηκε, με την υποστήριξη των εκπαιδευτικών, ένα επηρεασμένο από την πολιτική οικολογία, πλην όμως ετερογενές, κίνημα Π.Ε, το οποίο, παρόλο που ενσωματώθηκε στα εκπαιδευτικά συστήματα ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ΄70 διέψευσε σε μεγάλο βαθμό τις προσδοκίες των υποστηρικτών της (Φλογαίτη, 1998, 231). Ο αρχικός ενθουσιασμός, που προηγήθηκε της θεσμοθέτησης της Π.Ε, σύντομα έδωσε τη θέση του στην επιφυλακτικότητα.
Την αλματώδη ανάπτυξη της Π.Ε σε παγκόσμιο επίπεδο τις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80, την επέκτασή της σε μορφές μη τυπικής εκπαίδευσης, την ένταξη της σε ευρύτερες πολιτικές σχεδιασμένες από διεθνείς οργανισμούς (ΟΗΕ,ΟΟΣΑ), ακολούθησε η υποβάθμιση της στο πλαίσιο του αναλυτικού προγράμματος εξαιτίας της επικράτησης συντηρητικών-νεοφιλελεύθερων ιδεών σε πολιτικό επίπεδο και συνακόλουθα στον τομέα της εκπαίδευσης και η σταδιακή απώλεια των ριζοσπαστικών χαρακτηριστικών της (Ράπτης, 2000,119).
Για έναν επαναπροσανατολισμό της Π.Ε
Μετά τη διεθνή διάσκεψη του Ρίο, η εγκατάλειψη του όρου Π.Ε και η αντικατάσταση του από τον όρο «Εκπαίδευση για βιώσιμη ανάπτυξη» συνιστά σαφώς μια τομή, η οποία ερμηνεύεται διττά: είτε ως αναγνώριση της αποτυχίας της εφαρμογής της, είτε ως αφετηρία μετεξέλιξης του θεσμού.
Σύμφωνα με την πρώτη ερμηνεία, εξαιτίας μιας σειράς οργανωτικών και άλλων δυσχερειών (Γεωργόπουλος, 2003,20), η Π.Ε δεν κατόρθωσε να προσεγγίσει τους στόχους της. Σήμερα ο ρόλος της είναι υποβαθμισμένος στο πλαίσιο του αναλυτικού προγράμματος, δεν περιλαμβάνεται στις προτεραιότητες των δρομολογούμενων εκπαιδευτικών αλλαγών, έχουν απαλειφθεί τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά της και εν πολλοίς αποτελεί άλλοθι για την αντιπεριβαλλοντική πολιτική που ακολουθείται διεθνώς. Οι υποστηρικτές της παραπάνω άποψης θεωρούν ότι δεν έχει λόγο ύπαρξης η Π.Ε, η οποία περιορίζεται σε μια επιφανειακή, νατουραλιστικού ή τεχνοκρατικού τύπου, προσέγγιση των περιβαλλοντικών ζητημάτων, αφήνοντας στο απυρόβλητο το υφιστάμενο κοινωνικό σύστημα, το οποίο παράγει την οικολογική κρίση. Προτείνουν δε, την (επανα)ριζοσπαστικοποίηση της Π.Ε και την επανεύρεση του οικοκεντρικού προσανατολισμού της.
Οι υποστηρικτές της δεύτερης άποψης, χωρίς να υποτιμούν τις δυσχέρειες εφαρμογής της Π.Ε, θεωρούν ότι δεν υφίστανται κατ΄ουσίαν διαφορές, αναφορικά με τους στόχους και το περιεχόμενο της Π.Ε και της «εκπαίδευσης για την βιωσιμότητα», καθώς μια νέα ολιστική προσέγγιση για τα προβλήματα περιβάλλοντος και ανάπτυξης καθίσταται αναγκαία.Η Π.Ε αποτελεί πλέον τμήμα-μαζί με πολλές αντίστοιχες πολιτικές- της εκπαίδευσης για τη βιωσιμότητα, οπότε εκ των πραγμάτων τίθεται ζήτημα επαναπροσανατολισμού των στόχων και του περιεχομένου της.
Ο διάλογος για τη συμβολή της Π.Ε τόσο στην αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, όσο και στην ευαισθητοποίηση για ζητήματα κοινωνικής/οικονομικής ανάπτυξης και περιβάλλοντος βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Η ιδιαίτερα πολύτιμη κτηθείσα εμπειρία της 25ετούς εφαρμογής της Π.Ε αποτελεί οδηγό για τον επαναπροσανατολισμό της, προκειμένου ν΄ανταποκριθεί στις σύγχρονες κοινωνικές επιταγές. Σε κάθε περίπτωση η Π.Ε όπως και το περιβαλλοντικό κίνημα άλλωστε, δεν εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε με μονοσήμαντο τρόπο: συμπυκνώνει μια ετερογενή παράδοση, διαθέτει μια αυξομειούμενη δυναμική και συνιστά μια πολλαπλή δυνατότητα για το μέλλον.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γεωργόπουλος Α.,Τσαλίκη Ε.(1993), Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, Gutenberg
Δεμερτζής Ν. (1993),Το πράσινο κίνημα και το πράσινο κόμμα στην Ελλάδα, Διαβάζω, τ.318
Δρακάκη Λ., Παπαιωάννου Δ. (1999),Περιβαλλοντική ιστορία και πολιτική, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Κούση Μ. (2004), Μια κοινωνιολογική θεώρηση των περιβαλλοντικών προβλημάτων στην Ελλάδα ( Στο «Η περιβαλλοντική πολιτική στην Ελλάδα», Σκούρτος Μ., Σοφούλης Κ. (επιμ.)
Τυπωθήτω
Κούσουλας Γ. (2002), Μικρός περίπλους στην ιστορία της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, Φυσικός Κόσμος, τ.1
Παπαδημητρίου Β. (1998),Περιβαλλοντική Εκπαίδευση και Σχολείο, Τυπωθήτω
Παπαιωάννου Δ. (1999),Εισαγωγή στην επιστήμη του περιβάλλοντος, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ράπτης Ν. (2002), Περιβαλλοντική Αγωγή και Εκπαίδευση, Το θεωρητικό πλαίσιο των επιλογών, Τυπωθήτω
Σιούτη Γ. (1998), Βιώσιμη Ανάπτυξη και Προστασία του Περιβάλλοντος,(Στο:Η περιβαλλοντική πολιτική στην Ελλάδα, Σκούρτος Μ.Σοφούλης Κ. (επιμ.)
Σκαναβή Κ. (2004), Περιβάλλον και Κοινωνία: Μια σχέση σε αδιάκοπη εξέλιξη, Καλειδοσκόπιο
Φλογαίτη Ε. (1998), Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, Ελληνικά Γράμματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου